- μεριτεία
- μερῑτ-εία, ἡ,A division of property, PFay.97.16 (i A. D.).II = μεριδαρχία, Hsch., Phot. (ubi μεριτία).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεριτεία — μεριτεία, ἡ (Α) [μεριτεύομαι] 1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία» … Dictionary of Greek
μεριτείας — μεριτείᾱς , μεριτεία division fem acc pl μεριτείᾱς , μεριτεία division fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριτείαν — μεριτείᾱν , μεριτεία division fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)